οἰκοδομοῦν

οἰκοδομοῦν
οἰκοδομέω
build a house
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
οἰκοδομέω
build a house
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπροστινός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, εμπρόσθιος, πρόσθιος 2. αυτός που αποτελεί την όψη ή βρίσκεται στο εμπρόσθιο μέρος ενός πράγματος 3. αυτός που προπορεύεται, που προηγείται 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μπροστινά τα εμπρόσθια μέρη τού… …   Dictionary of Greek

  • σιλούριο — Γεωλογική περίοδος του παλαιοζωικού αιώνα, που τοποθετείται μεταξύ του Κάμβριου (κατώτερου) και του δεβόνιου. Τα κατώτερα όριά του βασίζονται αποκλειστικά σε παλαιοντολογικά κριτήρια, γιατί δεν υπάρχουν αξιοσημείωτες παλαιογεωγραφικές μεταβολές… …   Dictionary of Greek

  • βιογεωχημικοί κύκλοι — Διεργασίες επιστροφής των χημικών στοιχείων στα οικοσυστήματα μετά τον θάνατο των έμβιων οργανισμών. Αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη των οικοσυστημάτων και συνεπώς για την επιβίωση των οργανισμών είναι η εισαγωγή ενέργειας και η ύπαρξη των… …   Dictionary of Greek

  • δρακόσπιτα — Ιδιότυπα κτίσματα, κατασκευασμένα από μεγάλες, πλακόμορφες, σχιστολιθικές πέτρες, κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Βρίσκονται στη νοτιοδυτική Εύβοια, κυρίως στο όρος Όχη. Έχουν σχήμα τετράπλευρου ορθογώνιου, με μεγάλο πάχος στην τοιχοποιία. Οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”